αλυσίδετος

αλυσίδετος
ἁλυσίδετος, -ον (Α)
ἁλυσόδετος, αλυσοδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις + -δετος < δῶ (δέω) «δένω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁλυσίδετος — bound with chains masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”